παραλαβαίνω

παραλαβαίνω
(αόρ. (ε)παράλαβα, παρέλαβα, παθ. αόρ. παραλήφθηκα) μετ.
1) брать, получать, принимать;

παραλαβαίνω παραγγελία — принимать заказ;

2) встречать (приезжегопо чьей-л. просьбе, по чьему-л. поручению);
§ τον παράλαβα στο ξύλο я его здорово отделал, избил

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παραλαβαίνω" в других словарях:

  • παραλαβαίνω — (διαλ. τ.) παραλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λαβαίνω (βλ. λ. λαμβάνω)] …   Dictionary of Greek

  • παραλαβαίνω — παράλαβα, παραλήφθηκα, παίρνω κάτι που μου δίνεται: Η επιστολή παραλήφθηκε από τον αποδέκτη της σήμερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλαβή — η 1. η πράξη του παραλαβαίνω: Η παραλαβή των εκλογικών βιβλιαρίων θα γίνεται στο εξής από ειδικό γραφείο του Δήμου. 2. το τμήμα απ όπου παραλαβαίνει κανείς κάτι: Οι πελάτες των καταστημάτων πληρώνουν στο ταμείο και παίρνουν τα ψώνια τους από την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιλαβαίνω — περίλαβα 1. περιλαμβάνω, παίρνω, έχω μέσα, χωράω, περικλείνω. 2. παραλαβαίνω, δέχομαι, παίρνω: Σήμερα περιλάβαμε το εμπόρευμα από το τελωνείο. 3. πιάνω, τσακώνω, αρπάζω, περιαδράχνω: Τον περίλαβε από το γιακά και τον ταρακούνησε απειλητικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»